στρωμάτωση

στρωμάτωση
η, Ν
1. η τοποθέτηση ή η απόθεση σε στρώματα ή η διαίρεση, ο διαχωρισμός σε στρώματα
2. (γεωπ.) η διάταξη σπερμάτων ή μοσχευμάτων σε στρώσεις που διαχωρίζονται με χώμα ή άμμο, με σκοπό την επίσπευση ή τη διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τής φυτρωτικής ή βλαστητικής τους ικανότητας
3. (κοινων.) διαδικασία, ή και η προκύπτουσα από αυτήν δομή, κατά την οποία διαφοροποιούνται οι τάξεις, ή άλλα κοινωνικά σύνολα, η μια από την άλλη και κατατάσσονται σε διαβαθμισμένα στρώματα με βάση την οικονομική θέση, το κοινωνικό κύρος ή την ισχύ τους, η κοινωνική διαστρωμάτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρώμα, -ατος μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *στρωματώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”